διαπρύσιον

διαπρύσιον
δια - πρύσιον: adv., reaching far and wide, Il. 17.748; piercingly, ἤῦσεν, Il. 8.227.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαπρύσιον — διαπρύσιος going through masc acc sg διαπρύσιος going through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”